Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

η σκέψη

  • 1 σκέψη

    [скэпси] ооа. в. мысль, обдумывание,end размышление,

    Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > σκέψη

  • 2 мысль

    θ.
    1. σκέψη, στοχασμός• συλλογισμός• κρίση, νους•

    светлая мысль φωτεινή σκέψη•

    остроумная мысль πολύ έξυπνη σκέψη•

    предвзятая προκατειλημμένη σκέψη•

    странная мысль παράξενη σκέψη•

    погрузиться в свой -и βυθίζομαι σε σκέψεις•

    у меня и в -ях не было ούτε καν μου πέρασε από το νου•

    у меня мелкнула μου πέρασε από τα νού η σκέψη•

    мне: пришло на мысль μου ήρθε στη σκέψη.

    2. ιδέα γνώμη, άποψη•

    мы с вами одних -и οι δυό μας έχομε την ίδια γνώμη•

    основная мысль произведения η βασική ιδέα του (λογοτεχνικού) έργου•

    это хорошая мысль αυτή είναι καλή ιδέα•

    у мени на этот счёт свой -и ως προς αυτό έχω τις δικές μου απόψεις.

    || υπόνοια, υπόθεση•

    я не допускаю и -и δεν επιτρέπω ούτε υπόνοια.

    εκφρ.
    образ -ей – τρόπος σκέψης•
    иметь в -ях – έχω στη σκέψη ή κατά νου•
    не иметь в -ях – δε σκέφτομαι, δε σκοπεύω, δεν έχω κατά νου.

    Большой русско-греческий словарь > мысль

  • 3 мысль

    мысл||ь
    ж ἡ σκέψη [-ις], ἡ Ιδέα / ὁ συλλογισμός (рассуждение)/ ἡ νόηση [-ις], ἡ διάνοια (мышление):
    основная \мысль ἡ βασική ίδέα· задняя \мысль ἡ ὑστεροβουλία· предвзятая \мысль ἡ προκατάληψη· образ \мысльей ὁ τρόπος τοῦ σκέπτεσθαι· ход \мысльей ὁ εἰρμός τῶν σκέψεων собраться с \мысльями συγκεντρώνομαι, σκέπτομαι· носиться с \мысльыо κατέχομαι ἀπό τή σκέψη· подать кому́-л. \мысль δίνω τήν Ιδέα σέ κά· ποιον приходить к \мысльи φθάνω στό συμπέρασμα, καταλήγω· э́то навело меня на \мысль αὐτό μέ ὁδήγησε στή σκέψη· быть поглощенным \мысльями εἶμαι ἀπορροφημένος ἀπό σκέψεις· у него́ мелькнула \мысль τοῦ πέρασε μιά ίδέα· не допускать и \мысльи ὁβτε νά τό σκεφθεί κανείς· у меня и в \мысльях не было ὁὔτεκἄν είχα αὐτήν τήν σκέψη, οὔτε κἄν τό σκέφτηκα.

    Русско-новогреческий словарь > мысль

  • 4 думать

    ρ.δ.
    1. σκέφτομαι, -πτομαι, διανοούμαι, στοχάζομαι, συλλογιέμαι, διαλογίζομαι•

    о чём вы -ете? τι σκέφτεστε;•

    ему лень думать αυτός βαριέται, που ζει•

    тут нечего думать γι' αυτό δε χρειάζεται καμιά σκέψη•

    и не -ете это делать ούτε καν να το σκέφτεστε να το πράξετε.

    2. υποθέτω, έχω τη γνώμη• νομίζω•

    придёт ли он? — я -ю θα έρθει άραγε αυτός; νομίζω думать ναι•

    не -ю δε νομίζω, δεν πιστεύω•

    что вы об этом: -ете? τι γνώμη έχετε γι' αυτό;

    || εικάζω, υποψιάζομαι, υποθέτω.
    3. προτίθεμαι, σκοπεύω, σχεδιάζω, λογαριάζω•

    мне этот дом не нравится; я -ю продать его αυτό το σπίτι δε μου αρέσει, σκοπεύω να το πουλήσω.

    4. φροντίζω, νοιάζομαι, ενδιαφέρομαι•

    -ю только о себе κοιτάζω μόνο τον εαυτούλη μου•

    он не -ет о других αυτός δε νοιάζεται για τους άλλους.

    εκφρ.
    и не -ю – ούτε καν σκέφτομαι, δε με απασχολεί καθόλου•
    думать думу ή думушку – σκέφτομαι, σπάζω το κεφάλι μου•
    он много -ет о себе – αυτός έχει μεγάλη ιδέα για τον εαυτό του•
    не долго думать – χωρίς πολλή σκέψη (αδίσταχτα)•
    не думано – απρόοπτα•
    я -ю! – και βέβαια! εννοείται!
    μου φαίνεται, λογιάζω, κάνω τη σκέψη•

    мне -ется, что не приедет νομίζω πως δε θά 'ρθει•

    всё вышло так, как -лось όλα ήρθαν έτσι, όπως τα λογάριαζα.

    Большой русско-греческий словарь > думать

  • 5 рассуждение

    ουδ.
    1. σκέψη, κρίση• συλλογισμός•

    правильное рассуждение σωστή σκέψη•

    вздорное рассуждение ανόητη σκέψη.

    || πλθ. -я διατυπώσεις, κρίσεις• κουβέντες. || αντίρρηση, αντιλογία• συζήτηση•

    без -ий χωρίς αντιρρήσεις, αναντίρρητα, ασυζητητί.

    2. παλ. έργο, εργασία πνευματική.
    εκφρ.
    в рассуждение кого-чего – όσον αφορά, σχετικά προς•
    в -и сегоπαλ. ένεκα τούτου, εξ αιτίας αυτού, γι αυτό.

    Большой русско-греческий словарь > рассуждение

  • 6 мысль

    1. (мыслительный процесс) η σκέψη, ο στοχασμός 2. (продукт мышления) η σκέψη, η ιδέα, (убеждение, взгляд) η άποψη

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > мысль

  • 7 изложить

    изложить εκθέτω, αναπτύσσω \изложить свою мысль εκφράζω τη σκέψη μου
    * * *
    εκθέτω, αναπτύσσω

    изложи́ть свою́ мысль — εκφράζω τη σκέψη μου

    Русско-греческий словарь > изложить

  • 8 мысль

    мысль ж η σκέψη, η ιδέα
    * * *
    ж
    η σκέψη, η ιδέα

    Русско-греческий словарь > мысль

  • 9 мышление

    мышление с η νόηση, η σκέψη
    * * *
    с
    η νόηση, η σκέψη

    Русско-греческий словарь > мышление

  • 10 размышление

    размышление с η σκέψη, ο διαλογισμός
    * * *
    с
    η σκέψη, ο διαλογισμός

    Русско-греческий словарь > размышление

  • 11 носиться

    носить||ся
    1. (двигаться быстро) τρέχω, διατρέχω / καλπάζω (на коне)/ πετῶ (в воздухе)·
    2. (об одежде) φοριέμαι, ἀντέχω, βαστῶ·
    3. перен (с кем-л., с чем-л.) разг ἀσχολούμαι, φροντίζω πολύ· ◊ ио́сятся слухи διαδίδεται δτι..., κυκλοφορούν φήμες' \носитьсяся с мыслью ἔχω στό μυαλό μου τή σκέψη, μέ ἀπασχολεί μιά σκέψη.

    Русско-новогреческий словарь > носиться

  • 12 размышление

    размышлен||ие
    с ἡ σκέψη [-ις], ὁ στοχασμός, ὁ συλλογισμός, ἡ συλλογή:
    по зрелом \размышлениени ὑστερα ἀπό ὠριμη σκέψη· это наводит на \размышлениеия αὐτό (μέ) βάζει σέ σκέψεις, αὐτό (μέ) βάζει σέ συλλογή· быть погруженным в \размышлениеия πέφτω σέ συλλογή, βυθίζομαι σέ σκέψεις.

    Русско-новогреческий словарь > размышление

  • 13 блеснуть

    -ну, -нешь ρ.σ.
    1. βλ. блестеть.
    2. μτφ. (για σκέψη, αίσθημα) λάμπω, περνώ σαν αστραπή, στιγμιαία•

    у меня -ла мысль γιά μια’ στιγμή μου πέρασε η σκέψη•

    -ла надежда έλαμψε η ελπίδα.

    Большой русско-греческий словарь > блеснуть

  • 14 дума

    θ.
    1. σκέψη, στόχαση•

    тяжлая дума οδυνηρή σκέψη.

    2. (φιλγ.) ελεγείο, ελεγεία.
    3. (στη Ρωσία) η Δούμα, κεντρικό ή τοπικό όργανο διοίκησης•

    боярская дума η Δούμα των βογιάρων•

    городская дума η Δούμα της πόλης•

    государственная дума η κρατική Δούμα (Κοινοβούλιο).

    Большой русско-греческий словарь > дума

  • 15 затуманить

    ρ.σ.μ.
    1. καλύπτω, σκεπάζω• θολώνω, θαμπώνω•

    слезы -ли глаза τα δάκρυα θάμπωσαν τα μάτια.

    || μτφ. σκοτίζω•

    затуманить мысль θολώνω τη σκέψη (το μυαλό).

    1. ανταριάζω, θολώνω, θαμπώνω•

    -лись глаза θάμπωσαν τα μάτια.

    || μτφ. συσκοτίζω (για συνείδηση, σκέψη κ.τ.τ.).
    2. θλίβομαι, λυπάμαι• βαρυθυμώ.

    Большой русско-греческий словарь > затуманить

  • 16 идея

    -и. θ.
    1. ιδέα• έννοια•

    абсолютная идея απόλυτη ιδέα (θεός)•

    господствующие -и οι κυριαρχούσες ιδέες•

    политические -и οι πολιτικές ιδέες•

    идея романа, картины η κεντρική ιόέα του μυθιστορήματος, της εικόνας•

    передовое -и προοδευτικές ιδέες.

    2. σκέψη•

    в голову пришли счастливая идея στο μυαλό μου ήρθε μια καλή σκέψη.

    || μορφή έννοια•

    идея добра η έννοια του καλού.

    Большой русско-греческий словарь > идея

  • 17 озадачить

    ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. озадаченный
    -чен, -а, -о
    ανησυχώ, αναστατώνω, βάζω σε σκέψη, καταθορυβώ.
    ανησυχώ, νοιάζομαι, πονοκεφαλιάζω, μπαίνω σε σκέψη, αναστατώνομαι, καταθορυβούμαι.

    Большой русско-греческий словарь > озадачить

  • 18 подать

    θ. παλ. φόρος ατομικός.
    ρ.σ.μ., παρλθ. χρ. подал, -ла, -ло; βλ. κλπ. γραμμ. στοιχεία ρ. дать.
    1. δίνω, προσφέρω•

    подать стул προσφέρω κάθισμα•

    подать руку δίνω το χέρι.

    || (για πανωφόρι, γούνα κλπ.) δίνω βοηθώ να ντύσει.
    2. προσφέρω, σερβίρω•

    подать ужин σερβίρω το δείπνο•

    подать кушанье на стол σερβίρω το φαγητό στο τραπέζι.

    3. ελεώ, δίνω ελεημοσύνη•

    подать нищему δίνω ελεημοσύνη στο ζητιάνο.

    4. παρέχω, φέρω, τροφοδοτώ.
    5. υποβάλλω•

    подать заявление υποβάλλω αίτηση•

    рапорт υποβάλλω αναφορά•

    подать в отставку υποβάλλω παραίτηση.

    6. μετακινώ, μετατοπίζω, μεταθέτω•

    подать бревно μετακινώ το κούτσουρο.

    7. (αθλτ.) πασάρω, δίνω πάσα.
    8. (σε συνδυασμό με πολλά ουσ. αποδίδεται στα ελλη.νικά με ρ. που σχηματίζεται από το ουσιαστικό): подать весть ειδοποιώ•

    подать совет συμβουλεύω•

    подать милости ελεώ.

    9. παρασταίνω, απεικονίζω•

    автор -ал своих героев в реалистических тонах ο συγγραφέας απεικόνισε τους ήρωες του ρεαλιστικά.

    εκφρ.
    подать голос – α) φωνάζω, ακούεται η φωνή μου φωνάζω παρών, β) ψηφίζω, δίνω την ψήφο•
    подать мысль – φέρω στο νου τη σκέψη• λέγω τη σκέψη• συμβουλεύω, ορμηνεύω•
    подать пример – δίνω το παράδειγμα•
    подать руку – α) δίνω το χέρι για χαιρετισμό, β) δίνω χέρι βοήθειας.
    1. υποκύπτω (κάτω από το βάρος, πίεση κ.τ.τ.). || μετακινούμαι, μετατοπίζομαι, μεταθέτομαι•

    подать в сторону μετακινούμαι στην άκρη.

    || μτφ. αλλάζω, μεταβάλλομαι (από στενοχώρια, δοκιμασίες κ.τ.τ.).
    μτφ. υποκύπτω, αναγκάζομαι να συμφωνήσω.
    2. κατευθύνομαι προς, παίρνω δρόμο για φεύγω.

    Большой русско-греческий словарь > подать

  • 19 размышление

    ουδ.
    1. σκέψη, συλλογή, συλλογισμός, διαλογισμός, στόχαση, -σμός•

    давать время на размышление δίνω χρόνο για να σκεφτεί•

    он погружн в -ях αυτός βυθίστηκε σε σκέψεις•

    по зрелом -и ύστερα από ώριμη σκέψη.

    2. (παλ.)• κρίση.

    Большой русско-греческий словарь > размышление

  • 20 ум

    α.
    νους, μυαλό, διάνοια•

    острый ум η οξύνοια•

    тонкий ум λεπτό πνεύμα•

    светлый ум φωτεινό μυαλό•

    склад -а κατάρτιση ή διανοητική κατάσταση• νοοτροπία•

    человек большого -а μεγάλος νους•

    проницательный ум διεισδυτικός νους•

    обширный ум ευρύς νους•

    лучшие -ы человечества οι μεγαλύτερες διάνοιες της ανθρωπότητας.

    εκφρ.
    без -а (быть) от кого-чего – ξετρελλαίνομαι (από χαρά, ενθουσιασμό κ.τ.τ.)•
    α) στα λογικά, στα καλά• в -е ли ты? – είσαι στα λογικά σου•
    β) νοερώς, με το νου (όχι γραπτά)•
    три пишу, один в -е – γράφω τρία και ένα το κρατούμενο•
    ум за разум зашл – παραλόγιασε•
    - а не приложу – δεν καταλαβαίνω, δεν το χωράει το μυαλό (ο νους), δεν ξέρω•
    - у-разуму учить – σώφρωνίζω, συμμορφώνω, συνετίζω, βάζω μυαλό, γνώση•
    лишиться или решиться -а – τρελλαίνομαι•
    лгобить без -а – ξετρελλαίνομαι απο αγάπη (έρωτα)•
    помешаться или повредиться в -е – σαλεύει ο νους μου, μου στρίβει, λαβώνομαι, χρωστώ της Μιχαλούς•
    взяться ή схватиться за ум – ωριμάζω διανοητικά,λογικεύομαι, σωφρωνίζομαι•
    прийти ή взбрести на ум – έρχομαι στο νου, στο μυαλό•
    ему пришла на ум страшная мысль – του ήρθε στο μυαλό μια φοβερή σκέψη•
    свести с -а – α) ξετρελλαίνω, κάνω έξω φρενών, β) καταγοητεύω, παίρνω τα μυαλά•
    сойти (спятить, свихнуть) с -а – α) παραλογιάζω, ξετρελλαίνομαι. β) ενεργώ, πράττωασυλόγιστα• λέγω ανοησίες•
    в своём (ή здравом) - – έ όντας στα λογικά μου•
    и в -е нет (не было) – ούτε κατά διάνοια δεν υπάρχει(δενυπήρχε)•
    на -е ή в -е быть – υπάρχει στο νου, στη σκέψη•
    он не в своём - – αυτός δεν είναιστα λογικά του ή στα καλά του•
    не моего ума дело – δεν καταλαβαίνω τίποτε απ αυτό, δε με αφορά, δε με ενδιαφέρει, δε με νοιάζει•
    от большого -а ή с большого -а (сделать)ειρν. από το πολύ μυαλό την παθαίνω.

    Большой русско-греческий словарь > ум

См. также в других словарях:

  • σκέψη — Με γενική έννοια, κάθε πνευματική ενέργεια. Από ψυχολογική άποψη, η σ. μπορεί να συνεπάγεται και ψυχικές ενέργειες πολύ διαφορετικές μεταξύ τους (π.χ. σύνθεση ενός μουσικού κομματιού, λύση ενός προβλήματος γεωμετρίας, μια ιατρική διάγνωση). Κατά… …   Dictionary of Greek

  • σκέψη — η 1. το να σκέπτεται κάποιος, στοχασμός: Χρειάζεται πολλή σκέψη αυτό το ζήτημα. 2. αυτό που σκέφτεται κάποιος: Δεν αποκαλύπτει τις σκέψεις του. 3. μέριμνα, φροντίδα: Τον κούρασε η σκέψη για την αποκατάσταση του γιου του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σκέψῃ — σκέπτομαι look aor subj mp 2nd sg σκέπτομαι look fut ind mp 2nd sg σκέψηι , σκέψις viewing fem dat sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ελλάδα - Φιλοσοφία και Σκέψη — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ Η φιλοσοφία ως κατανοητικός λόγος Όταν κανείς δοκιμάζει να προσεγγίσει την αρχαία ελληνική φιλοσοφία, πρωτίστως έρχεται αντιμέτωπος με το ερώτημα για τη γένεσή της. Πράγματι, η νέα ποιότητα των φιλοσοφικών θεωρήσεων της… …   Dictionary of Greek

  • Νέα Σκέψη — Μηνιαίο αθηναϊκό λογοτεχνικό περιοδικό. Ιδρύθηκε το 1962 από τον ποιητή Χρήστο Κουλούρη. Στις σελίδες του, εκτός από κείμενα γνωστών λογοτεχνών, δημοσιεύονται ειδήσεις και σχόλια για την πνευματική και καλλιτεχνική κίνηση της πρωτεύουσας και της… …   Dictionary of Greek

  • Ευρώπη — I Μία από τις πέντε ηπείρους. Είναι το μικρότερο τμήμα του κόσμου μετά την Αυστραλία και την Ωκεανία. Από μία άποψη θα μπορούσε να θεωρηθεί το ακραίο δυτικό τμήμα της Ασίας, της οποίας αποτελεί τη φυσική προέκταση. Πράγματι, δεν υπάρχουν φυσικά… …   Dictionary of Greek

  • λογική — I (Μαθημ.). Μαθηματική επιστήμη, τα θεμέλια της οποίας βρίσκονται στο έργο του Αριστοτέλη Όργανον (βλ. λ. λογική [φιλοσοφική επιστήμη]). Ο μαθηματικός Μπουλ εισήγαγε στη λ. αυτή τον λογισμό, με τον οποίο αποφεύγονται πολλά προβλήματα που υπάρχουν …   Dictionary of Greek

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

  • Φόιερμπαχ, Λούντβιχ — (Feuerbach, Λάντσχουτ, Βαυαρία 1804 – Ρέχενμπεργκ, Νυρεμβέργη 1872). Γερμανός φιλόσοφος, θεμελιωτής του λεγόμενου φυσιοκρατικού ουμανισμού. Μαθητής του Χέγκελ στο Βερολίνο, ανακηρύχθηκε διδάκτορας το 1828, αλλά ο ανεξάρτητος χαρακτήρας του και ο… …   Dictionary of Greek

  • Βυζαντινή αυτοκρατορία — I Β.α., ή αλλιώς Μεταγενέστερο Ρωμαϊκό ή Ανατολικό Ρωμαϊκό Κράτος, αποκαλείται συμβατικά το ανατολικό τμήμα της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Πρωτεύουσα του τμήματος αυτού, που μετά την κατάλυση του Δυτικού Ρωμαϊκού κράτους συνέχισε περίπου για έντεκα… …   Dictionary of Greek

  • Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»